ΛΑΪΚΟ ΠΑΛΚΟ

«Πάντα με συγκινούσαν όσοι έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο, τραγουδούσαν και χόρευαν καλά. 
Λίγοι όμως είχαν το χάρισμα, όπου σώμα, ήχος και μέτρο, άναβαν τις ψυχές το απόβραδο και τις έσβηναν τα χαράματα. 
Παρέες που έβγαινα για ένα κρασί και δύο κουβέντες, φτιάχνονταν στα ντουζένια τους και από μικρή παρέα, γίνονταν ο κόσμος όλος, μουσικοί, τραγουδιστές, ποιητές, χορευτές.
Έτσι χωρίς φόβο, πρόβες και φκιασίδια, γεννήθηκε το «Λαϊκό πάλκο», μια προσωπική αφαιρετική ματιά, στο κόκκινο της νύχτας, με τα φωτάκια να σηματοδοτούν το γεγονός. 
Αυτοσχέδιες κομπανίες, όπου φως και όργανα, ανοίγουν σημειολογικά τη γιορτή, το πανηγύρι, τη βραδινή έξοδο. 


Καθένας μας, έχει τις προσωπικές του στιγμές.
Ας κάνει λοιπόν ανάκληση μνήμης και ας μπει στο έργο, να πει το δικό του τραγούδι, να σύρει το δικό του χορό. 
Να γίνει ο ίδιος, δημιουργός, ερμηνευτής, χορευτής,
και ας βάλλει την δική του «πινελιά».
Τότε ο μεγάλος χορός των λαϊκών ανθρώπων, θα είναι ανοικτός μόνο για εκείνους που θέλουν να σηκωθούν…
Να υψωθούν…»


Αυτά σημείωσε στο εισαγωγικό σημείωμα, προλογίζοντας την ενότητα «Λαϊκό πάλκο» στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης «Μετ’ άλλων ανθρώπων έργο Ι» το 2010 στη Λιβαδειά
Το λαϊκό πάλκο, ως εικαστική ενότητα προέκυψε από την σχέση του ζωγράφου με λαϊκούς οργανοπαίκτες της Σαλαμίνας, με προεξέχοντα το λαϊκό ποιητή  και δεινό παίκτη του μπουζουκιού και κτηνοτρόφο αείμνηστο Στέλιο Δουμένη, τελειόφοιτο της  Τετάρτης δημοτικού, όπως χαρακτηριστικά του άρεσε να αυτοπροσφωνείται 
Ο Στέλιος, ήταν το σημείο αναφοράς στη παρέα. Είχε διαμορφώσει ένα χώρο στο μαντρί του, για να βρισκόμαστε μετ οργάνων, όσοι τον αγαπούσαν, όσοι τον σέβονταν και βέβαια, για να ικανοποιεί την ανάγκη του απαγγέλλοντας τα ποιήματα του, που επειδή δεν ήξερε γραφή, τα είχε αποστηθίσει και πάντα τα απάγγειλε, απατώντας πλήρη ησυχία.


Στο «Στάβλο του Δουμένη» στη Σαλαμίνα, η σταθερή ομήγυρης κάθε Σάββατο, έβγαζε τα εσώψυχα της μετά οινοποσίας, οικογενειακών μεζέδων, με καμία ρέβα, αγγούρι, φέτα και προπαντός κρασί, από το Μουρτζούκο από τα Μέγαρα.


Εκεί άναβαν τα όργανα, ο καθένας βαρούσε όπως ήξερε και όπως μπορούσε. Το ίδιο και ο ζωγράφος. Του είχαν βάλει το σκουλήκι οι υπόλοιποι της παρέας, στην αρχή με ένα «μουγγό» μπαγλαμά, μετα με ένα παλιοτζουρά και ύστερα με το αγαπημένο του τρίχορδο μπουζούκι, έπαιζε συνοδεύοντας και  «σχολιάζοντας» τους άλλους.


Εκεί μαζί το Στέλιο βρίσκονταν σαν ψυχοσάββατα της μουσικής, οι Μήτσος Μπαμπάλης, ο Δημήτρης Φαρμακόρης, Γιώργος Φιλιάγκος, ο Χρήστος Δελημιχάλης, ο Προκόπης Ανδριανός, ο Καβρουδάκης, ο Νίκος Τσάπελης ο θεωρητικός της παρέας, ως προς το ρεμπέτικο και βέβαια ο ζωγράφος. 


Δεν έλειπαν οι επισκέψεις, όσων ήξεραν τι συνέβαινε κάθε Σάββατο στο στάβλο του Δουμένη.


Έτσι γεννήθηκε το Λαϊκό Πάλκο στο εικαστικό έργο του Βαρελά και παρουσιάστηκε στην πρώτη ατομική του έκθεση, ως μία αυτοτελής ενότητα στην τριλογία της «Μετ άλλων ανθρώπων έργο» στη  γενέτειρα του ζωγράφου τη Λειβαδιά το Ιανουάριο του 2010.


Ήταν κάτι σαν φόρος τιμής σε αυτούς τους λαϊκούς ανθρώπους που ακόμη και μέχρι σήμερα βρίσκονται με τα οργανάκια τους, πότε στο εργαστήρι του ζωγράφου στο «Πασκεύηχον του Βαρελά» και πότε στα ταβερνάκια του νησιού, δίνοντας συνέχεια στις μικρές και όμορφες απολαύσεις της ζωής.

Περισσότερα δείτε στο pdf -->